Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009
Siempreviva
Απ’ το πρωί διαβάζω Τσέχοφ και προσπαθώ να μην κόψω τις φλέβες μου. Ως γνωστόν, ο Τσέχοφ τσαντιζότανε όταν ο κόσμος πάθαινε κατάθλιψη με τα έργα του, τα οποία ο ίδιος χαρακτήριζε κωμωδίες. Συγνώμη, Άντον, αλλά σήμερα δεν πιάνω το αστείο.
Άφησα στη μέση το Θείο Βάνια, το πιο αγαπημένο μου, γιατί κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Για την ομορφιά, τη δυστυχία, τη γελοιότητα (μήπως αυτό εννοούσες όταν μιλούσες για κωμωδίες;), την ήσυχη απελπισία («The mass of men lead lives of quiet desperation», Henry David Thoreau) της ζωής.
Ο Τσέχοφ είναι μαζί με τον Μπέκετ (για τον οποίο έχω μια θεωρία ότι είναι ο Θεός, but we won’t go there today) τα δυο σημεία αναφοράς μου στο θέατρο. Το 1989, όταν ήμουνα 12 χρονών, είδα το Θείο Βάνια στην παράσταση του Βογιατζή. Ο Βογιατζής έπαιζε τον Βάνια, ο Σοφοκλής Πέππας τον Αστρόφ, η Όλια Λαζαρίδου την Ελένα, αλλά αυτή που θυμάμαι πιο έντονα είναι η Λυδία Κονιόρδου, που έπαιζε τη Σόνια. Θυμάμαι πώς έσκυψε το κεφάλι της όταν της έκανε νόημα η Λαζαρίδου ότι ο Αστρόφ δεν την αγαπάει. Όλος ο ρόλος ήταν σ’ αυτό το σκύψιμο. Θυμάμαι πώς ένιωθα ότι είχα ζήσει κάτι κατά κάποιον τρόπο πιο αληθινό από την ίδια τη ζωή. Θυμάμαι πώς ένιωθα όταν φύγαμε απ’ το θέατρο, κάπως σαν ν’ αναπνέω πιο βαθιά. Αυτό το νιώθω ακόμα μερικές φορές, όταν βλέπω κάτι που με συνταράζει. Γι’ αυτό δυσκολεύομαι να μιλήσω μετά. Είμαι πιο ελαφριά, αναπνέω πιο βαθιά και δε θέλω να μιλάω.
Χρόνια αργότερα, είδα την ταινία του Λουί Μαλ «Ο Βάνια στο Μπρόντγουεϊ». Το ίδιο πάλι. Είναι γυρισμένη μέσα σ’ ένα θέατρο, φωτισμένη θερμά (όπως και η παράσταση του Βογιατζή, στη δική μου μνήμη τουλάχιστον) και κατασκότεινη. Ο πρωτότυπος τίτλος είναι Vanya on 42nd Street και είναι ένα απ’ τα καλύτερα πράγματα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου.
Να λοιπόν. Ο Τσέχοφ είναι ένας απ’ τους λόγους που ασχολήθηκα με το θέατρο. Ένας άλλος λόγος είναι η Κονιόρδου στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη, στη σκηνοθεσία του Τσιάνου στην Επίδαυρο, τώρα που το σκέφτομαι. Πάλι ήμουνα μικρή, αλλά δε θυμάμαι πόσο μικρή.
Και, στο πανεπιστήμιο πια, θυμάμαι την ώρα που γύρισα την τελευταία σελίδα του Περιμένοντας τον Γκοντό, και ήμουν σίγουρη ότι ήξερα πια κάτι πολύ σημαντικό, πολύ θεμελιώδες για τη ζωή και για τον εαυτό μου, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς και χωρίς αυτή η αοριστία να το μειώνει στο ελάχιστο. Θυμάμαι την αίσθηση ότι τα μάτια μου είναι πιο ανοιχτά.
Και μιας και πιάσαμε τις αναμνήσεις και το θέατρο, θυμάμαι την πρώτη φορά που βρέθηκα μόνη μου σ’ ένα άδειο θέατρο. Θυμάμαι πως ήξερα, ήξερα πολύ και βαθιά, ότι είμαι ζωντανή και ότι είμαι σπίτι.
Μετά από χρόνια, η πραγματική πραγματικότητα μου θύμισε ότι έπρεπε και να τρώω και να πληρώνω νοίκι, οπότε δεν δουλεύω πια στο θέατρο όπως θα ήθελα. Αλλά πάντα εκεί τριγυρίζω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Και εγώ είχα την απορία πως νόμιζε ο άνθρωπος ότι έγραφε κωμωδίες...Ίσως να υπάρχει ειρωνία της ζωής, ίσως και κυνικότητα αλλά χιούμορ;
Κι όμως, έχει χιούμορ! Έχει γράψει και πραγματικές κωμωδίες, να μη σου μένει άντερο. Και τα τέσσερα μεγάλα έργα έχουν χιούμορ, απλώς η αλήθεια τους είναι τόσο οδυνηρή, που τις περισσότερες φορές δε σ' αφήνει να γελάσεις.
χα και εγώ θυμάμαι όταν πρωτοδιάβαζα τον γκοντό να νιώθω στο τέλος οτι κάτι πολύ σημαντικό συμβαίνει...μπορεί να μην ήξερα τι, αλλά ήμουν σίγουρος.
πάρα πολύ ωραίος ο τσέχωφ και όχι μόνο τα θεατρικά του.
από τα θεατρικά του ο γλάρος μου είναι το αγαπημενο μου.
μαγική ατμόσφαιρα.
Δημοσίευση σχολίου